ἀπείρατος

ἀπείρατος
ᾰπείρᾱτος
1 inexperienced

κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61

τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί (τῶν μὴ πειρωμένων ἀγῶνος. Σ.) I. 4.30 c. gen.,

στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν O. 11.18

θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί pr. N. 1.23

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απείρατος — ἀπείρατος, ον (Α) 1. αδιάβατος, ανεξερεύνητος 2. άπειρος, απέραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πείραρ ( ατος) «τέλος, τέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • ἀπείρατος — masc/fem nom sg ἀπείρᾱτος , ἀπείρητος without trial masc/fem nom sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειράτως — ἀπείρατος adverbial ἀπείρατος masc/fem acc pl (doric) ἀπειρά̱τως , ἀπείρητος without trial adverbial (attic doric) ἀπειρά̱τως , ἀπείρητος without trial masc/fem acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείρατον — ἀπείρατος masc/fem acc sg ἀπείρατος neut nom/voc/acc sg ἀπείρᾱτον , ἀπείρητος without trial masc/fem acc sg (attic doric) ἀπείρᾱτον , ἀπείρητος without trial neut nom/voc/acc sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειράτοις — ἀπείρατος masc/fem/neut dat pl ἀπειρά̱τοις , ἀπείρητος without trial masc/fem/neut dat pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειράτου — ἀπείρατος masc/fem/neut gen sg ἀπειρά̱του , ἀπείρητος without trial masc/fem/neut gen sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειράτους — ἀπείρατος masc/fem acc pl ἀπειρά̱τους , ἀπείρητος without trial masc/fem acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειράτων — ἀπείρατος masc/fem/neut gen pl ἀπειρά̱των , ἀπείρητος without trial masc/fem/neut gen pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειράτῳ — ἀπείρατος masc/fem/neut dat sg ἀπειρά̱τῳ , ἀπείρητος without trial masc/fem/neut dat sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείρατα — ἀπείρατος neut nom/voc/acc pl ἀπείρᾱτα , ἀπείρητος without trial neut nom/voc/acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείρατε — ἀπείρατος masc/fem voc sg ἀπείρᾱτε , ἀπείρητος without trial masc/fem voc sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”